- αλιαστον
- ἀλίαστονadv. беспрестанно
(ὀδύρεσθαι Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὀδύρεσθαι Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀλίαστον — ἀλίαστος not to be turned aside masc/fem acc sg ἀλίαστος not to be turned aside neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίαστος — ἀλίαστος, ον (Α) [λιάζομαι] 1. άκαμπτος, αλύγιστος, αμετάτρεπτος 2. ακατάπαυστος, ασταμάτητος, σφοδρός 3. (για πρόσωπα) άφοβος, ατρόμητος, ακατάβλητος 4. μεγάλος, πολύς 5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀλίαστον ακατάπαυστα … Dictionary of Greek